- μυωπίασις
- μυωπίασις, ἡ (Α)το να έχει κάποιος μυωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος (Ι) + κατάλ. -ίασις (βλ. -ίαση) μέσω ενός αμάρτυρου *μυωπιάω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυωπίασις — short sight fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
μυωπιάσεως — μυωπιάσεω̆ς , μυωπίασις short sight fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)